- υπολήνιον
- τὸ, ΜΑδοχείο τοποθετούμενο κάτω από το στόμιο τού ληνού για να δέχεται το γλεύκος που εκρέει με το πάτημα τών σταφυλιών, κν. σήμερα πολήνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ληνός «πατητήρι σταφυλιών» + επίθημα -ίον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπολήνιον — vessel placed under a press neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποληνίου — ὑπολήνιον vessel placed under a press neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποληνίων — ὑπολήνιον vessel placed under a press neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολήνια — ὑπολήνιον vessel placed under a press neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποληνίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) ὑπολήνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ληνός «πατητήρι σταφυλιών» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
ՀՆՁԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0108 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. ληνός torcular, re, rium; lacus torcularis. Ընդունարան հնձոց այսինքն կթոց խաղողոյ. Գուբ կամ աւազան, ուր խաղողն ճմլի. հնծան. ... *Պտուղ կալոյ եւ հնձանի: Ցորեան ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)